μηκίζω

μηκίζω
μηκίζω (Μ) [μήκος]
μηκύνω, εκτείνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… …   Dictionary of Greek

  • μακιστήρ — μακιστήρ, ῆρος, ἡ (Α) 1. εκτεταμένος, μακρύς, σχοινοτενής («μή τι μακιστῆρα μῡθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα», Αισχύλ.) 2. δηκτικός, ενοχλητικός, διαπεραστικός («μακιστήρα καρδίας λόγον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μηκίζω < …   Dictionary of Greek

  • συμμηκίζομαι — Μ έχω το ίδιο μήκος, είμαι ίσος με άλλον ως προς το μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μηκίζω «επιμηκύνω, εκτείνω» (< μῆκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”